-
1 ακουσία
ἀκουσίᾱ, ἀκουσίαinvoluntary action: fem nom /voc /acc dualἀκουσίᾱ, ἀκουσίαinvoluntary action: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκουσίᾱͅ, ἀκουσίαinvoluntary action: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακούσια
ἀ̱κούσια, ἀεκούσιοςagainst the will: neut nom /voc /acc pl (attic)ἀκούσιοςagainst the will: neut nom /voc /acc pl -
3 ἀκούσια
ἀ̱κούσια, ἀεκούσιοςagainst the will: neut nom /voc /acc pl (attic)ἀκούσιοςagainst the will: neut nom /voc /acc pl -
4 ἀκουσία
Βλ. λ. ακουσία -
5 ἀκουσίᾳ
Βλ. λ. ακουσία -
6 ἀκουσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκουσία
-
7 ακουσίαν
-
8 ἀκουσίαν
-
9 ακουσίαις
-
10 ἀκουσίαις
-
11 ακούσιαι
-
12 ἀκούσιαι
-
13 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
-
14 πάθημα
Aπαθημάτοις Com.Adesp.283
(Aetol. acc. to Eust. 279.42, 1761.36):—that which befalls one, suffering, misfortune, S.Tr. 142, Th.4.48, etc.; τὸ π. τοῦ Χριστοῦ the passion of Christ, 2 Ep.Cor.1.5; of good fortune, χαῖρε παθὼν τὸ π. (deification) Orph.Fr. 32f: mostly in pl., Hdt.8.136, etc.;παθήμαθ' ἅπαθον S.OC 361
; ἀκούσια π., opp. ἑκούσια καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήματα, Antipho 1.27; τὰ δέ μοι π. μαθήματα γέγονε my sufferings have been my lessons (cf.πάθος 1.2
), Hdt.1.207, cf. Ar.Th. 199, Pl.Smp. 222b.II emotion or condition, affection,π. τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην, οὐ μάθημα X.Cyr.3.1.17
, cf. Pl.Phd. 79d; opp. ποίημα, Id.Sph. 248b;τὸ τῆς ἑτέρας χειρὸς π. Plot.4.9.2
; but in early writers mostly in pl., affections, feelings, opp. ποιήματα, Pl.R. 437b;τὰ περὶ τὸ σῶμα π. Id.Phlb. 33d
;ὅσα διὰ τοῦ σώματος π. ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει Id.Tht. 186c
;π. ἐν τῇ ψυχῇ γιγνόμενα Id.R. 511d
; παθήμασιν ὑπηρετεῖν obey the feelings, Arist.Pol. 1254b24; opp. ἤθη, ἕξεις, Id.Rh. 1396b33, cf. Po. 1449b28.III in pl., incidents, happenings, τὰ ἐν.. Ὀδυσσείᾳ π. ib. 393b;πάντα εἴδη καὶ π. πολιτειῶν Id.Lg. 681d
. -
15 πρόνοια
A perceiving beforehand, foresight, foreknowledge,τοὖπος τὸ θεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου π. S.Tr. 823
(lyr.);προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου A.Ag. 684
(lyr.).2 = πρόγνωσις 11.b, Hp. ap.Gal.18 (2).8.II foresight, forethought,ἐπῄνεσ'.. πρόνοιαν ἣν ἔθου S.Aj. 536
;π. δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής Id.OT 978
; προνοίας οὕνεκα so far as foresight, caution is required, Id.Ph. 774, cf.El. 1015; with forethought, purposely,Hdt.
1.120, 159, etc.; opp. κατὰ τύχην, Id.8.87, cf. Antipho 5.21, Lys.26.19, Pl.Phdr. 241e; ἀπὸ προνοίας τινῶν by their precautions, Th.8.95;τὴν π. τὴν ές ἡμέας ἔχουσαν Hdt. 8.144
; προνοίᾳ τῶν συγγενῶν, φίλων, τῆς πόλεως, by care for.., And.1.56; esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραῦμα, ἐκ π. φόνοι, Aeschin.3.212, Din.1.6, etc.;ἐκ π. ἀποθνῄσκειν Antipho 1.22
, cf. Lys.3.28; τὰ ἐκ π., opp. ἀκούσια, Arist.Pol. 1300b26; so οὐδεμία π. ἐστι τραύματος no intention of wounding, Lys.3.41; πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for.., show care for.., E.Alc. 1061, Th.2.89, etc.;περί τινος S.Ant. 283
;ὑπέρ τινος Isoc.16.9
;ἡ τοῦ χόρτου π. PFlor.131.7
(iii A. D.), cf. 148.2 (iii A. D.): c. inf., πολλὴν π. εἶχεν εὐσχήμως (fort. εὐσχήμων) ; πολλὴν π. ἔχειν μέλλοντας.. to be ware of doing a thing, Antipho 5.91;π. ποιεῖσθαί τινος D.21.97
, etc.: pl., X.Oec.7.38.2 providence,τοῦ θείου ἡ π. Hdt.3.108
; ;θεία π. E.Ph. 637
(troch.);πρόνοιαι θεῶν Pl.Ti. 44c
: abs., divine providence,προνοίας ἔργῳ X.Mem.1.4.6
, etc., cf.Zeno Stoic.1.44, Cleanth.ib.121, Chrysipp. ib.2.168, al. ( περὶ προνοίας as title of one of his works, ib.3.203).3 Pythag. name for five, Theol.Ar.31.III Πρόνοια Ἀθηνᾶ Athena as goddess of Forethought, under which name she was worshipped at Delphi, D.25.34, D.S.11.14, Parth.25, Paus.10.8.6, Plu.2.825b, Jul.Or.4.149b, etc.; at Delos acc. to Macr.Sat.1.17.55, cf. Aristid.1.97 J., Or.37(2).26; alsoἸουλία θεὰ Σεβαστὴ Π. IG3.461
: this name of Athena, which is guaranteed by the context in D., Aristid., Jul., Macr. Il. cc., seems to have been a distortion of the name Προναία or Προνᾴα (v.πρόναος 1
), but πρόνοια is f.l. for Προναία (or Προνᾴα ) in Aeschin. (v.πρόναος 1
), and D.S., Parth., Paus., Plu. Il. cc. shd. perh. be corrected.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόνοια
-
16 συνάλλαγμα
A covenant, contract, D.24.213, Arist.Rh. 1354b25, PEleph.1.14 (iv B.C.), PEnteux 55.6 (iii B.C.), etc.;σ. ποιεῖσθαι D.30.21
;διαλύειν D.H.6.22
; commitments,διὰ -μάτων ἀνάγκην Aen.Tact.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάλλαγμα
-
17 ἀκουσιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκουσιότης
-
18 ἑκούσιος
ἑκούσι-ος, α, ον S.Tr. 727, 1123, etc.; also ος, ον Id.Ph. 1318, E.Supp. 151, Antipho 2.2.3, Th.6.44, etc.: ([etym.] ἑκών):—of actions,A voluntary,πόνοι Democr.240
;βλάβαι S.Ph.
l.c.; φυγή E.l.c.; , etc.; ; πράξεις ib. 603c, al.; , al., etc.; undertaken voluntarily,POxy.
473.3 (ii A.D.); τὰ ἑ. voluntary acts, opp. τὰ ἀκούσια, IG1.1, X.Mem.2.1.18, Arist.EN 1109b31.2 rarely of persons, willing, acting of free will,ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr. 1123
;ἑ. ἀποθανεῖν Th.1.138
.II Adv. , etc.; alsoἑκουσίῳ τρόπῳ Id.Med. 751
; ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) S.Tr. 727 ;καθ' ἑκουσίαν Th.8.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκούσιος
См. также в других словарях:
ἀκουσία — ἀκουσίᾱ , ἀκουσία involuntary action fem nom/voc/acc dual ἀκουσίᾱ , ἀκουσία involuntary action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσίᾳ — ἀκουσίᾱͅ , ἀκουσία involuntary action fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουσία — ἀκουσία, η (Α) [ἀκούσιος] πράξη που γίνεται από κάποιον χωρίς τη θέλησή του … Dictionary of Greek
ἀκούσια — ἀ̱κούσια , ἀεκούσιος against the will neut nom/voc/acc pl (attic) ἀκούσιος against the will neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… … Dictionary of Greek
κράμπα — Ακούσια και επώδυνη σύσπαση ενός ή περισσότερων μυών. Οι κ. εμφανίζονται λόγω της συσσώρευσης των τοξικών προϊόντων της κόπωσης σε αγύμναστες μυϊκές μάζες κατά τη διάρκεια ή ύστερα από υπερβολική άσκηση (επαγγελματικές κ., κ. των αθλητών), μετά… … Dictionary of Greek
ἀκουσίαν — ἀκουσίᾱν , ἀκουσία involuntary action fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
κολεόσπασμος — Ακούσια, επώδυνη σπασμωδική σύσπαση των κυκλοτερών μυών του κατώτερου τρίτου του κόλπου, που καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη τη σεξουαλική επαφή. Η γυναίκα που υποφέρει από κ. ενδέχεται να μην μπορεί να υπομείνει μια εσωτερική εξέταση της πυέλου ή… … Dictionary of Greek
ἀκουσίαις — ἀκουσία involuntary action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσιαι — ἀκουσία involuntary action fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)